- ιππέλαφος
- ἱππέλαφος, ἡ (Α)ίππος και ελάφι, πιθ. η αντιλόπη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱππέλαφος — horse deer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππελάφους — ἱππέλαφος horse deer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππελάφων — ἱππέλαφος horse deer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππέλαφοι — ἱππέλαφος horse deer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… … Dictionary of Greek